Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπεριάχω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
View word page
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχυρος ὑπερ-ίσχῡρος, ον, exceeding strong, Xen.

ShortDef

exceeding strong

Debugging

Headword:
ὑπερίσχυρος
Headword (normalized):
ὑπερίσχυρος
Headword (normalized/stripped):
υπερισχυρος
IDX:
33730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33769
Key:
u(peri/sxuros

Data

{'content': 'ὑπερίσχυρος\n ὑπερ-ίσχῡρος, ον,\n exceeding strong, Xen.', 'key': 'u(peri/sxuros'}