Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπεριάχω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
View word page
ὑπερίστωρ
ὑπερίστωρ ὑπερ-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ, knowing too well, c. gen., Soph.
ShortDef
knowing too well
Debugging
Headword:
ὑπερίστωρ
Headword (normalized):
ὑπερίστωρ
Headword (normalized/stripped):
υπεριστωρ
IDX:
33729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33768
Key:
u(peri/stwr
Data
{'content': 'ὑπερίστωρ\n ὑπερ-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n knowing too well, c. gen., Soph.', 'key': 'u(peri/stwr'}