Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπεριάχω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
View word page
ὑπερίσταμαι
ὑπερίσταμαι Pass., with aor2 and perf. act.:— to stand over another, c. gen., Hdt.: esp. to stand over one for protection, protect, τινος Soph.

ShortDef

to stand over

Debugging

Headword:
ὑπερίσταμαι
Headword (normalized):
ὑπερίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερισταμαι
IDX:
33728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33767
Key:
u(peri/stamai

Data

{'content': 'ὑπερίσταμαι\n Pass., with aor2 and perf. act.:— to stand over another, c. gen., Hdt.: esp. to stand over one for protection, protect, τινος Soph.', 'key': 'u(peri/stamai'}