Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπέρθεσις
ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπεριάχω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
View word page
ὑπερίπταμαι
ὑπερίπταμαι later form for ὑπερπέτομαι, Plut., Luc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπερίπταμαι
Headword (normalized):
ὑπερίπταμαι
Headword (normalized/stripped):
υπεριπταμαι
IDX:
33727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33766
Key:
u(peri/ptamai
Data
{'content': 'ὑπερίπταμαι\n later form for ὑπερπέτομαι, Plut., Luc.', 'key': 'u(peri/ptamai'}