Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερθαύμαστος
ὕπερθεν
ὑπέρθεσις
ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπεριάχω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
View word page
ὑπερικταίνομαι
ὑπερικταίνομαι Pass., in the phrase, πόδες ὑπερικταίνοντο the feet went exceeding swiftly, Od. deriv. uncertain

ShortDef

went exceeding swiftly

Debugging

Headword:
ὑπερικταίνομαι
Headword (normalized):
ὑπερικταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερικταινομαι
IDX:
33725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33764
Key:
u(periktai/nomai

Data

{'content': 'ὑπερικταίνομαι\n Pass., in the phrase, πόδες ὑπερικταίνοντο\n the feet went exceeding swiftly, Od.\n deriv. uncertain', 'key': 'u(periktai/nomai'}