Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερθαυμάζω
ὑπερθαύμαστος
ὕπερθεν
ὑπέρθεσις
ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπεριάχω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
View word page
ὑπερίημι
ὑπερίημι fut. -ήσω to outdo, Od.

ShortDef

to outdo

Debugging

Headword:
ὑπερίημι
Headword (normalized):
ὑπερίημι
Headword (normalized/stripped):
υπεριημι
IDX:
33724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33763
Key:
u(peri/hmi

Data

{'content': 'ὑπερίημι\n fut. -ήσω\n to outdo, Od.', 'key': 'u(peri/hmi'}