Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερθαλασσίδιος
ὑπερθαυμάζω
ὑπερθαύμαστος
ὕπερθεν
ὑπέρθεσις
ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπεριάχω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
View word page
ὑπεριάχω
ὑπεριάχω to shout above, out-shout, c. gen., Anth.

ShortDef

to shout above, out-shout

Debugging

Headword:
ὑπεριάχω
Headword (normalized):
ὑπεριάχω
Headword (normalized/stripped):
υπεριαχω
IDX:
33723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33762
Key:
u(peria/xw

Data

{'content': 'ὑπεριάχω\n to shout above, out-shout, c. gen., Anth.', 'key': 'u(peria/xw'}