Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερηφανέω
ὑπερηφανία
ὑπερήφανος
ὑπερθαλασσίδιος
ὑπερθαυμάζω
ὑπερθαύμαστος
ὕπερθεν
ὑπέρθεσις
ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπεριάχω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
View word page
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθρῴσκω fut. -θοροῦμαι Epic -θορέομαι aor2 -έθορον Epic ὑπέρ-θορον inf. -θορεῖν Ionic -θορέειν to overleap, leap or spring over, c. acc., Il., etc.;—also c. gen., Eur.
ShortDef
overleap, leap
Debugging
Headword:
ὑπερθρῴσκω
Headword (normalized):
ὑπερθρῴσκω
Headword (normalized/stripped):
υπερθρωσκω
IDX:
33720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33759
Key:
u(perqrw/skw
Data
{'content': 'ὑπερθρῴσκω\n fut. -θοροῦμαι\n Epic -θορέομαι\n aor2 -έθορον\n Epic ὑπέρ-θορον\n inf. -θορεῖν\n Ionic -θορέειν\n to overleap, leap or spring over, c. acc., Il., etc.;—also c. gen., Eur.', 'key': 'u(perqrw/skw'}