Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντίπρῳρος
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιρρέπω
ἀντίρροπος
ἀντισεμνύνομαι
ἀντισηκόω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
View word page
ἀντισκώπτω
ἀντισκώπτω to mock in return, Plut.

ShortDef

to mock in return

Debugging

Headword:
ἀντισκώπτω
Headword (normalized):
ἀντισκώπτω
Headword (normalized/stripped):
αντισκωπτω
IDX:
3374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3375
Key:
a)ntiskw/ptw

Data

{'content': 'ἀντισκώπτω\n to mock in return, Plut.', 'key': 'a)ntiskw/ptw'}