Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
ὑπερηφανέω
ὑπερηφανία
ὑπερήφανος
ὑπερθαλασσίδιος
ὑπερθαυμάζω
ὑπερθαύμαστος
ὕπερθεν
ὑπέρθεσις
ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
View word page
ὑπερήνωρ
ὑπερήνωρ ὑπερ-ήνωρ, Doric ὑπερ-ᾱνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ overbearing, overweening, Hes., Eur.

ShortDef

overbearing, overweening

Debugging

Headword:
ὑπερήνωρ
Headword (normalized):
ὑπερήνωρ
Headword (normalized/stripped):
υπερηνωρ
IDX:
33709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33748
Key:
u(perh/nwr

Data

{'content': 'ὑπερήνωρ\n ὑπερ-ήνωρ, Doric ὑπερ-ᾱνωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n ἀνήρ\n overbearing, overweening, Hes., Eur.', 'key': 'u(perh/nwr'}