Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
ὑπερηφανέω
ὑπερηφανία
ὑπερήφανος
ὑπερθαλασσίδιος
View word page
ὑπέρηδυς
ὑπέρηδυς ὑπέρ-ηδυς, υ, exceeding sweet, Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc.
ShortDef
exceeding sweet
Debugging
Headword:
ὑπέρηδυς
Headword (normalized):
ὑπέρηδυς
Headword (normalized/stripped):
υπερηδυς
IDX:
33703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33742
Key:
u(pe/rhdus
Data
{'content': 'ὑπέρηδυς\n ὑπέρ-ηδυς, υ,\n exceeding sweet, Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc.', 'key': 'u(pe/rhdus'}