Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
ὑπερηφανέω
ὑπερηφανία
ὑπερήφανος
View word page
ὑπέρευ
ὑπέρευ exceeding well, excellently, Xen., Dem.
ShortDef
exceeding well, excellently
Debugging
Headword:
ὑπέρευ
Headword (normalized):
ὑπέρευ
Headword (normalized/stripped):
υπερευ
IDX:
33702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33741
Key:
u(pe/reu
Data
{'content': 'ὑπέρευ\n exceeding well, excellently, Xen., Dem.', 'key': 'u(pe/reu'}