Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
ὑπερηφανέω
ὑπερηφανία
View word page
ὑπερήδομαι
ὑπερήδομαι Pass. to be overjoyed at, τινι Hdt.; c. part., ὑπερήδετο ἀκούων he rejoiced much at hearing, Hdt.
ShortDef
to be overjoyed at
Debugging
Headword:
ὑπερήδομαι
Headword (normalized):
ὑπερήδομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερηδομαι
IDX:
33701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33740
Key:
u(perh/domai
Data
{'content': 'ὑπερήδομαι\n Pass. to be overjoyed at, τινι Hdt.; c. part., ὑπερήδετο ἀκούων he rejoiced much at hearing, Hdt.', 'key': 'u(perh/domai'}