Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
ὑπερηφανέω
View word page
ὑπερζέω
ὑπερζέω fut. -ζέσω to boil over: metaph., of a man, Ar.
ShortDef
to boil over
Debugging
Headword:
ὑπερζέω
Headword (normalized):
ὑπερζέω
Headword (normalized/stripped):
υπερζεω
IDX:
33700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33739
Key:
u(perze/w
Data
{'content': 'ὑπερζέω\n fut. -ζέσω\n to boil over: metaph., of a man, Ar.', 'key': 'u(perze/w'}