Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
ὑπερηνορέων
View word page
ὑπερεχθαίρω
ὑπερεχθαίρω to hate exceedingly, Soph.
ShortDef
to hate exceedingly
Debugging
Headword:
ὑπερεχθαίρω
Headword (normalized):
ὑπερεχθαίρω
Headword (normalized/stripped):
υπερεχθαιρω
IDX:
33698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33737
Key:
u(perexqai/rw
Data
{'content': 'ὑπερεχθαίρω\n to hate exceedingly, Soph.', 'key': 'u(perexqai/rw'}