Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
View word page
ὑπερευφραίνω
ὑπερευφραίνω Mid. to rejoice exceedingly, Luc.

ShortDef

delight exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερευφραίνω
Headword (normalized):
ὑπερευφραίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερευφραινω
IDX:
33697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33736
Key:
u(pereufrai/nomai

Data

{'content': 'ὑπερευφραίνω\n Mid. to rejoice exceedingly, Luc.', 'key': 'u(pereufrai/nomai'}