Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
View word page
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαιμονέω fut. ήσω to be exceeding happy, Arist.

ShortDef

to be exceeding happy

Debugging

Headword:
ὑπερευδαιμονέω
Headword (normalized):
ὑπερευδαιμονέω
Headword (normalized/stripped):
υπερευδαιμονεω
IDX:
33696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33735
Key:
u(pereudaimone/w

Data

{'content': 'ὑπερευδαιμονέω\n fut. ήσω\n to be exceeding happy, Arist.', 'key': 'u(pereudaimone/w'}