Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
View word page
ὑπερευγενής
ὑπερευγενής ὑπερ-ευγενής, ές exceeding noble, Arist.

ShortDef

exceeding noble

Debugging

Headword:
ὑπερευγενής
Headword (normalized):
ὑπερευγενής
Headword (normalized/stripped):
υπερευγενης
IDX:
33695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33734
Key:
u(pereugenh/s

Data

{'content': 'ὑπερευγενής\n ὑπερ-ευγενής, ές\n exceeding noble, Arist.', 'key': 'u(pereugenh/s'}