Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
ὑπερημερία
View word page
ὑπερεσθίω
ὑπερεσθίω fut. -έδομαι to eat immoderately, Xen.

ShortDef

to eat immoderately

Debugging

Headword:
ὑπερεσθίω
Headword (normalized):
ὑπερεσθίω
Headword (normalized/stripped):
υπερεσθιω
IDX:
33694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33733
Key:
u(peresqi/w

Data

{'content': 'ὑπερεσθίω\n fut. -έδομαι\n to eat immoderately, Xen.', 'key': 'u(peresqi/w'}