Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
ὑπέρηδυς
View word page
ὑπερέρχομαι
ὑπερέρχομαι Dep. with aor2 and perf. act.:— to pass over a river, c. acc., Xen. to surpass, excel, Pind.
ShortDef
to pass over
Debugging
Headword:
ὑπερέρχομαι
Headword (normalized):
ὑπερέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερερχομαι
IDX:
33693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33732
Key:
u(pere/rxomai
Data
{'content': 'ὑπερέρχομαι\n Dep. with aor2 and perf. act.:— to pass over a river, c. acc., Xen.\n to surpass, excel, Pind.', 'key': 'u(pere/rxomai'}