Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
ὑπέρευ
View word page
ὑπερέπτω
ὑπερέπτω ἐρέπτομαι to eat away from under, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν Il.
ShortDef
to eat away from under
Debugging
Headword:
ὑπερέπτω
Headword (normalized):
ὑπερέπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερεπτω
IDX:
33692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33731
Key:
u(pere/ptw
Data
{'content': 'ὑπερέπτω\n ἐρέπτομαι\n to eat away from under, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν Il.', 'key': 'u(pere/ptw'}