Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερήδομαι
View word page
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπιθυμέω fut. ήσω to desire exceedingly, Xen.
ShortDef
to desire exceedingly
Debugging
Headword:
ὑπερεπιθυμέω
Headword (normalized):
ὑπερεπιθυμέω
Headword (normalized/stripped):
υπερεπιθυμεω
IDX:
33691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33730
Key:
u(perepiqume/w
Data
{'content': 'ὑπερεπιθυμέω\n fut. ήσω\n to desire exceedingly, Xen.', 'key': 'u(perepiqume/w'}