Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερέκεινα
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευφραίνω
View word page
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεμφορέομαι Pass. to be filled quite full, Luc.

ShortDef

to be filled quite full

Debugging

Headword:
ὑπερεμφορέομαι
Headword (normalized):
ὑπερεμφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερεμφορεομαι
IDX:
33687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33726
Key:
u(peremfore/omai

Data

{'content': 'ὑπερεμφορέομαι\n Pass. to be filled quite full, Luc.', 'key': 'u(peremfore/omai'}