Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ὑπερείη
ὑπερείπω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερευγενής
View word page
ὑπερέλαφρος
ὑπερέλαφρος ὑπερ-έλαφρος, ον, exceeding light or nimble, Xen.
ShortDef
exceeding light
Debugging
Headword:
ὑπερέλαφρος
Headword (normalized):
ὑπερέλαφρος
Headword (normalized/stripped):
υπερελαφρος
IDX:
33685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33724
Key:
u(pere/lafros
Data
{'content': 'ὑπερέλαφρος\n ὑπερ-έλαφρος, ον,\n exceeding light or nimble, Xen.', 'key': 'u(pere/lafros'}