Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερείδω
Ὑπερείη
ὑπερείπω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
View word page
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερεκχύνομαι see LSJ ὑπερεκχέω Pass. to run over, NTest.

ShortDef

to run over (LSJ ὑπερεκχέω)

Debugging

Headword:
ὑπερεκχύνομαι
Headword (normalized):
ὑπερεκχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερεκχυνομαι
IDX:
33684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33723
Key:
u(perekxu/nomai

Data

{'content': 'ὑπερεκχύνομαι\n see LSJ ὑπερεκχέω\n Pass. to run over, NTest.', 'key': 'u(perekxu/nomai'}