Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπέρδικος
ὑπερεθίζω
ὑπερείδω
Ὑπερείη
ὑπερείπω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερέπτω
View word page
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτείνω to stretch beyond measure, ἑαυτόν NTest.
ShortDef
to stretch beyond measure
Debugging
Headword:
ὑπερεκτείνω
Headword (normalized):
ὑπερεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκτεινω
IDX:
33682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33721
Key:
u(perektei/nw
Data
{'content': 'ὑπερεκτείνω\n to stretch beyond measure, ἑαυτόν NTest.', 'key': 'u(perektei/nw'}