Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερεθίζω
ὑπερείδω
Ὑπερείη
ὑπερείπω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθυμέω
View word page
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκπλήσσω fut. ξω to frighten beyond measure:— Pass. to be in amazement, Xen.; ὑπερεκπεπληγμένος Φίλιππον admiring him exceedingly, Dem.
ShortDef
to frighten beyond measure
Debugging
Headword:
ὑπερεκπλήσσω
Headword (normalized):
ὑπερεκπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκπλησσω
IDX:
33681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33720
Key:
u(perekplh/ssw
Data
{'content': 'ὑπερεκπλήσσω\n fut. ξω\n to frighten beyond measure:— Pass. to be in amazement, Xen.; ὑπερεκπεπληγμένος Φίλιππον admiring him exceedingly, Dem.', 'key': 'u(perekplh/ssw'}