Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερδιατείνω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερεθίζω
ὑπερείδω
Ὑπερείη
ὑπερείπω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεπαινέω
View word page
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπίπτω fut. -πεσοῦμαι to go beyond all bounds, Luc.

ShortDef

to go beyond all bounds

Debugging

Headword:
ὑπερεκπίπτω
Headword (normalized):
ὑπερεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκπιπτω
IDX:
33680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33719
Key:
u(perekpi/ptw

Data

{'content': 'ὑπερεκπίπτω\n fut. -πεσοῦμαι\n to go beyond all bounds, Luc.', 'key': 'u(perekpi/ptw'}