Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερδέω
ὑπερδιατείνω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερεθίζω
ὑπερείδω
Ὑπερείη
ὑπερείπω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέλαφρος
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερεξακισχίλιοι
View word page
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπερισσοῦ super-abundantly, NTest.
ShortDef
super-abundantly
Debugging
Headword:
ὑπερεκπερισσοῦ
Headword (normalized):
ὑπερεκπερισσοῦ
Headword (normalized/stripped):
υπερεκπερισσου
IDX:
33679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33718
Key:
u(perekperissou=
Data
{'content': 'ὑπερεκπερισσοῦ\n \n super-abundantly, NTest.', 'key': 'u(perekperissou='}