Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέργηρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδέξιος
ὑπερδέω
ὑπερδιατείνω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερεθίζω
ὑπερείδω
Ὑπερείη
ὑπερείπω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερεκτείνω
View word page
ὑπέρδικος
ὑπέρδικος ὑπέρ-δῐκος, ον, δίκη more than just, severely just, Pind.; κἂν ὑπέρδικʼ ᾖ be they never so just, Soph.; adv. -κως, Aesch.

ShortDef

more than just, severely just

Debugging

Headword:
ὑπέρδικος
Headword (normalized):
ὑπέρδικος
Headword (normalized/stripped):
υπερδικος
IDX:
33672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33711
Key:
u(pe/rdikos

Data

{'content': 'ὑπέρδικος\n ὑπέρ-δῐκος, ον,\n δίκη\n more than just, severely just, Pind.; κἂν ὑπέρδικʼ ᾖ be they never so just, Soph.; adv. -κως, Aesch.', 'key': 'u(pe/rdikos'}