Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσφέρω
ἀντιπρόσωπος
ἀντιπροτείνω
ἀντίπρῳρος
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιρρέπω
ἀντίρροπος
ἀντισεμνύνομαι
ἀντισηκόω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
View word page
ἀντισεμνύνομαι
ἀντισεμνύνομαι Mid. to meet pride with pride, Arist.
ShortDef
to meet pride with pride
Debugging
Headword:
ἀντισεμνύνομαι
Headword (normalized):
ἀντισεμνύνομαι
Headword (normalized/stripped):
αντισεμνυνομαι
IDX:
3370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3371
Key:
a)ntisemnu/nomai
Data
{'content': 'ἀντισεμνύνομαι\n Mid. to meet pride with pride, Arist.', 'key': 'a)ntisemnu/nomai'}