Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπέργηρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδέξιος
ὑπερδέω
ὑπερδιατείνω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερεθίζω
ὑπερείδω
Ὑπερείη
ὑπερείπω
View word page
ὑπερδειμαίνω
ὑπερδειμαίνω to be much afraid of, τινά Hdt.
ShortDef
to be much afraid of
Debugging
Headword:
ὑπερδειμαίνω
Headword (normalized):
ὑπερδειμαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερδειμαινω
IDX:
33666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33705
Key:
u(perdeimai/nw
Data
{'content': 'ὑπερδειμαίνω\n to be much afraid of, τινά Hdt.', 'key': 'u(perdeimai/nw'}