Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπέργηρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδέξιος
ὑπερδέω
ὑπερδιατείνω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερεθίζω
ὑπερείδω
Ὑπερείη
View word page
ὑπερδείδω
ὑπερδείδω fut. -δείσω to fear for one, c. gen., Aesch., Soph.: absol. to be in exceeding fear, Hdt.

ShortDef

to fear for

Debugging

Headword:
ὑπερδείδω
Headword (normalized):
ὑπερδείδω
Headword (normalized/stripped):
υπερδειδω
IDX:
33665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33704
Key:
u(perdei/dw

Data

{'content': 'ὑπερδείδω\n fut. -δείσω\n to fear for one, c. gen., Aesch., Soph.: absol. to be in exceeding fear, Hdt.', 'key': 'u(perdei/dw'}