Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπέργηρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδέξιος
ὑπερδέω
ὑπερδιατείνω
ὑπερδικέω
View word page
ὑπεργεμίζω
ὑπεργεμίζω fut. ίσω to overfill, overload, Xen.
ShortDef
to overfill, overload
Debugging
Headword:
ὑπεργεμίζω
Headword (normalized):
ὑπεργεμίζω
Headword (normalized/stripped):
υπεργεμιζω
IDX:
33661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33700
Key:
u(pergemi/zw
Data
{'content': 'ὑπεργεμίζω\n fut. ίσω\n to overfill, overload, Xen.', 'key': 'u(pergemi/zw'}