Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιπροσεῖπον
ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσφέρω
ἀντιπρόσωπος
ἀντιπροτείνω
ἀντίπρῳρος
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιρρέπω
ἀντίρροπος
ἀντισεμνύνομαι
ἀντισηκόω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
View word page
ἀντίρροπος
ἀντίρροπος from ἀντιρρέπω counterpoising, compensating for, τινός Dem.; λύπης ἀντ. ἄχθος the counterpoising weight of sorrow, Soph.:—adv., ἀντιρρόπως πράττειν τινί so as to balance his power, Xen.

ShortDef

counterpoising, compensating for

Debugging

Headword:
ἀντίρροπος
Headword (normalized):
ἀντίρροπος
Headword (normalized/stripped):
αντιρροπος
IDX:
3369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3370
Key:
a)nti/rropos

Data

{'content': 'ἀντίρροπος\n from ἀντιρρέπω\n counterpoising, compensating for, τινός Dem.; λύπης ἀντ. ἄχθος the counterpoising weight of sorrow, Soph.:—adv., ἀντιρρόπως πράττειν τινί so as to balance his power, Xen.', 'key': 'a)nti/rropos'}