Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπέργηρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
View word page
ὑπερβράζω
ὑπερβράζω to boil or foam over, in aor. pass., Anth.
ShortDef
to boil
Debugging
Headword:
ὑπερβράζω
Headword (normalized):
ὑπερβράζω
Headword (normalized/stripped):
υπερβραζω
IDX:
33656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33695
Key:
u(perbra/zw
Data
{'content': 'ὑπερβράζω\n to boil or foam over, in aor. pass., Anth.', 'key': 'u(perbra/zw'}