Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπέργηρως
ὑπέρδασυς
View word page
ὑπερβολάδην
ὑπερβολάδην immoderately, excessively, Theogn. from ὑπερβολή

ShortDef

immoderately, excessively

Debugging

Headword:
ὑπερβολάδην
Headword (normalized):
ὑπερβολάδην
Headword (normalized/stripped):
υπερβολαδην
IDX:
33653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33692
Key:
u(perbola/dhn

Data

{'content': 'ὑπερβολάδην\n immoderately, excessively, Theogn.\n from ὑπερβολή', 'key': 'u(perbola/dhn'}