Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπέργηρως
View word page
ὑπέρβιος
ὑπέρβιος ὑπέρ-βιος, ον, βία of overwhelming strength or might, Pind. in bad sense, overweening, lawless, wanton, Hom.:—neut. ὑπέρβιον as adv., Il.

ShortDef

of overwhelming strength

Debugging

Headword:
ὑπέρβιος
Headword (normalized):
ὑπέρβιος
Headword (normalized/stripped):
υπερβιος
IDX:
33652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33691
Key:
u(pe/rbios

Data

{'content': 'ὑπέρβιος\n ὑπέρ-βιος, ον,\n βία\n of overwhelming strength or might, Pind.\n in bad sense, overweening, lawless, wanton, Hom.:—neut. ὑπέρβιον as adv., Il.', 'key': 'u(pe/rbios'}