Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
View word page
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβάζω fut. -βιβῶ Causal of ὑπερβαίνω to carry over, c. dupl. acc., Luc.

ShortDef

to carry over

Debugging

Headword:
ὑπερβιβάζω
Headword (normalized):
ὑπερβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερβιβαζω
IDX:
33651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33690
Key:
u(perbiba/zw

Data

{'content': 'ὑπερβιβάζω\n fut. -βιβῶ\n Causal of ὑπερβαίνω\n to carry over, c. dupl. acc., Luc.', 'key': 'u(perbiba/zw'}