Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιπρόσειμι
ἀντιπροσεῖπον
ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσφέρω
ἀντιπρόσωπος
ἀντιπροτείνω
ἀντίπρῳρος
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιρρέπω
ἀντίρροπος
ἀντισεμνύνομαι
ἀντισηκόω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
View word page
ἀντιρρέπω
ἀντιρρέπω to counterpoise, balance, Aesch.
ShortDef
to counterpoise, balance
Debugging
Headword:
ἀντιρρέπω
Headword (normalized):
ἀντιρρέπω
Headword (normalized/stripped):
αντιρρεπω
IDX:
3368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3369
Key:
a)ntirre/pw
Data
{'content': 'ἀντιρρέπω\n to counterpoise, balance, Aesch.', 'key': 'a)ntirre/pw'}