Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
View word page
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιάζομαι Dep. to press exceeding heavily, of the plague, Thuc.
ShortDef
to press exceeding heavily
Debugging
Headword:
ὑπερβιάζομαι
Headword (normalized):
ὑπερβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερβιαζομαι
IDX:
33650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33689
Key:
u(perbia/zomai
Data
{'content': 'ὑπερβιάζομαι\n Dep. to press exceeding heavily, of the plague, Thuc.', 'key': 'u(perbia/zomai'}