Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
View word page
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβεβλημένως adverb of ὑπερβάλλω beyond all measure, immoderately, Arist.

ShortDef

beyond all measure, immoderately

Debugging

Headword:
ὑπερβεβλημένως
Headword (normalized):
ὑπερβεβλημένως
Headword (normalized/stripped):
υπερβεβλημενως
IDX:
33649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33688
Key:
u(perbeblhme/nws

Data

{'content': 'ὑπερβεβλημένως\n adverb of ὑπερβάλλω\n beyond all measure, immoderately, Arist.', 'key': 'u(perbeblhme/nws'}