Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
View word page
ὑπερβατός
ὑπερβατός ὑπερ-βᾰτός, ή, όν verb. adj. of ὑπερβαίνω to bepassed or crossed, scaleable, of a wall, Thuc. transposed, of words, Plat. act. going beyond, τῶνδʼ ὑπερβατώτερα going far beyond these, Aesch.

ShortDef

to be passed

Debugging

Headword:
ὑπερβατός
Headword (normalized):
ὑπερβατός
Headword (normalized/stripped):
υπερβατος
IDX:
33648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33687
Key:
u(perbato/s

Data

{'content': 'ὑπερβατός\n ὑπερ-βᾰτός, ή, όν\n verb. adj. of ὑπερβαίνω\n to bepassed or crossed, scaleable, of a wall, Thuc.\n transposed, of words, Plat.\n act. going beyond, τῶνδʼ ὑπερβατώτερα going far beyond these, Aesch.', 'key': 'u(perbato/s'}