Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
View word page
ὑπέρβασις
ὑπέρβασις ὑπέρβᾰσις, εως, transgression, Theogn.

ShortDef

crossing; transgression

Debugging

Headword:
ὑπέρβασις
Headword (normalized):
ὑπέρβασις
Headword (normalized/stripped):
υπερβασις
IDX:
33647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33686
Key:
u(pe/rbasis

Data

{'content': 'ὑπέρβασις\n ὑπέρβᾰσις, εως,\n transgression, Theogn.', 'key': 'u(pe/rbasis'}