Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπέρβιος
ὑπερβολάδην
View word page
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβαλλόντως adverb of ὑπερβάλλω exceedingly, Plat.
ShortDef
exceedingly
Debugging
Headword:
ὑπερβαλλόντως
Headword (normalized):
ὑπερβαλλόντως
Headword (normalized/stripped):
υπερβαλλοντως
IDX:
33643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33682
Key:
u(perballo/ntws
Data
{'content': 'ὑπερβαλλόντως\n adverb of ὑπερβάλλω\n exceedingly, Plat.', 'key': 'u(perballo/ntws'}