Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
View word page
ὑπεράχθομαι
ὑπεράχθομαι Pass. to be exceedingly grieved at a thing, c. dat., Hdt., Soph.
ShortDef
to be exceedingly grieved at
Debugging
Headword:
ὑπεράχθομαι
Headword (normalized):
ὑπεράχθομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραχθομαι
IDX:
33641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33680
Key:
u(pera/xqomai
Data
{'content': 'ὑπεράχθομαι\n Pass. to be exceedingly grieved at a thing, c. dat., Hdt., Soph.', 'key': 'u(pera/xqomai'}