Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
View word page
ὑπεραχθής
ὑπεραχθής ὑπερ-αχθής, ές ἄχθος overburdened, Theocr.

ShortDef

overburdened

Debugging

Headword:
ὑπεραχθής
Headword (normalized):
ὑπεραχθής
Headword (normalized/stripped):
υπεραχθης
IDX:
33640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33679
Key:
u(peraxqh/s

Data

{'content': 'ὑπεραχθής\n ὑπερ-αχθής, ές\n ἄχθος\n overburdened, Theocr.', 'key': 'u(peraxqh/s'}