Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
View word page
ὑπέραυχος
ὑπέραυχος ὑπέρ-αυχος, ον, αὐχή over-boastful, overproud, Soph., Xen.; ὑπέραυχα βάζειν Aesch.

ShortDef

over-boastful, overproud

Debugging

Headword:
ὑπέραυχος
Headword (normalized):
ὑπέραυχος
Headword (normalized/stripped):
υπεραυχος
IDX:
33638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33677
Key:
u(pe/rauxos

Data

{'content': 'ὑπέραυχος\n ὑπέρ-αυχος, ον,\n αὐχή\n over-boastful, overproud, Soph., Xen.; ὑπέραυχα βάζειν Aesch.', 'key': 'u(pe/rauxos'}