Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
View word page
ὑπεραυχέω
ὑπεραυχέω fut. ήσω to be overproud, Thuc.

ShortDef

to be overproud

Debugging

Headword:
ὑπεραυχέω
Headword (normalized):
ὑπεραυχέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραυχεω
IDX:
33637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33676
Key:
u(perauxe/w

Data

{'content': 'ὑπεραυχέω\n fut. ήσω\n to be overproud, Thuc.', 'key': 'u(perauxe/w'}