Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
View word page
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυξάνω and -αύξω fut. -αυξήσω to increase above measure:—Pass. to be so increased, Andoc. intr. to increase exceedingly, NTest.
ShortDef
to increase above measure
Debugging
Headword:
ὑπεραυξάνω
Headword (normalized):
ὑπεραυξάνω
Headword (normalized/stripped):
υπεραυξανω
IDX:
33636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33675
Key:
u(perauca/nw
Data
{'content': 'ὑπεραυξάνω\n and -αύξω\n fut. -αυξήσω\n to increase above measure:—Pass. to be so increased, Andoc.\n intr. to increase exceedingly, NTest.', 'key': 'u(perauca/nw'}